τεφαρίκι

τεφαρίκι
το, Ν
πολύ καλό πράγμα, πράγμα εκλεκτής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tefarik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεφαρίκι — το (λ. τουρκ.), εκλεκτό πράγμα, αριστούργημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”